ΑΠΟΒΛΗΤΑ ΕΛΑΙΟΥΡΓΕΙΩΝ
Ένα σημαντικό περιβαλλοντικό πρόβλημα αναζητά λύση.
Ο Νοέμβριος
είναι ο μήνας που ξεκινά η λειτουργία των ελαιοτριβείων. Η παραγωγή του
ελαιολάδου είναι μια δραστηριότητα ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στη χώρα μας εδώ και
πολλούς αιώνες και αποτελεί βασικό πυλώνα της οικονομίας.
Γενικά στοιχεία
Παγκοσμίως
υπάρχουν περίπου 750 εκατομμύρια παραγωγικά
ελαιόδεντρα. Η περιοχή της Μεσογείου παράγει το 97% του ελαιολάδου που
παράγεται παγκοσμίως. Οι χώρες με τη μεγαλύτερη παραγωγή είναι οι Ισπανία,
Ιταλία, Ελλάδα, Τουρκία και Τυνησία και ακολουθούν με μικρότερη παραγωγή η
Πορτογαλία, το Μαρόκο και η Αλγερία. Η
Ελλάδα, με ετήσια παραγωγή της τάξης των 400.000 τόνων, συνεισφέρει στο 15% της παγκόσμιας
παραγωγής. Η Κρήτη και η Πελοπόννησος
μοιράζονται το μεγαλύτερο ποσοστό, που
είναι το 75% της συνολικής ελληνικής παραγωγής.
Άλλες σημαντικές περιοχές είναι τα Ιόνια νησιά, η Στερεά και το Βόρειο
Αιγαίο.
Απόβλητα
Τα απόβλητα
των ελαιουργείων αποτελούν ένα από τα σημαντικά περιβαλλοντικά προβλήματα της
Μεσογείου.
Κατά την
κατεργασία του ελαιοκάρπου στα ελαιουργεία, παράλληλα με το ελαιόλαδο παράγεται
και μία σειρά παραπροϊόντων. Αυτά είναι ο ελαιοπυρήνας, που αποτελείται από τα
αλεσμένα στερεά συστατικά του καρπού, τα ελαιόφυλλα που έχουν μεταφερθεί με τον
ελαιόκαρπο και μια σημαντική σε όγκο και οργανικό φορτίο ποσότητα υγρών
αποβλήτων, που είναι γνωστά ως ¨λιοζούμι¨,
¨κατσίγαρος¨ ή ¨μούργα¨.
Η ετήσια
παραγωγή...
υγρών αποβλήτων ελαιοτριβείων στις μεσογειακές ελαιοπαραγωγικές χώρες υπολογίζεται από 7 έως 30 εκατομμύρια m3. Αυτή η μεγάλη διακύμανση μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από το γεγονός ότι η παραγωγή λαδιού διαφέρει από τον ένα χρόνο στον άλλο. Ο μεγάλος αυτός όγκος αποβλήτων παράγεται σε χρονικό διάστημα λίγων μηνών, γεγονός που κάνει ακόμα πιο δύσκολη την επεξεργασία τους.
υγρών αποβλήτων ελαιοτριβείων στις μεσογειακές ελαιοπαραγωγικές χώρες υπολογίζεται από 7 έως 30 εκατομμύρια m3. Αυτή η μεγάλη διακύμανση μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από το γεγονός ότι η παραγωγή λαδιού διαφέρει από τον ένα χρόνο στον άλλο. Ο μεγάλος αυτός όγκος αποβλήτων παράγεται σε χρονικό διάστημα λίγων μηνών, γεγονός που κάνει ακόμα πιο δύσκολη την επεξεργασία τους.
Ως προς τα
φυσικο-χημικά χαρακτηριστικά των αποβλήτων, κάποια μπορούν να προκαλέσουν
σημαντική επιβάρυνση στους αποδέκτες που διατίθενται (π.χ. ευτροφισμός,
εκδήλωση τοξικών φαινομένων στην υδρόβια πανίδα, φυτοτοξικότητα, αισθητική
υποβάθμιση).
Ο κατσίγαρος συνίσταται από το υδατικό κλάσμα
του χυμού του ελαιοκάρπου και από το νερό που χρησιμοποιείται στις διάφορες
φάσεις παραγωγής του λαδιού στο ελαιουργείο. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα
υδατικό φυτικό εκχύλισμα, που περιέχει μία σειρά από ουσίες όπως σάκχαρα, αζωτούχες ενώσεις, οργανικά οξέα,
πολυαλκοόλες, πολυφαινόλες και υπολείμματα ελαίου.
Το υψηλό
οργανικό φορτίο του κατσίγαρου σε συνάρτηση με την παρουσία των πολυφαινολών
δεν επιτρέπει την απευθείας διάθεση του στο περιβάλλον, αλλά καθιστά αναγκαία
την πρότερη επεξεργασία του.
Ο όγκος των
αποβλήτων εξαρτάται από τις διαφορετικές μεθόδους παραγωγής του ελαιολάδου
ΤΡΙΦΑΣΙΚΑ
Η τριφασική
διαδικασία είναι μια
συνεχής διαδικασία που έχει αντικαταστήσει την παραδοσιακή μέθοδο.
Χρονολογείται από τη δεκαετία του 1970-1980. Οι αλεσμένες ελιές τοποθετούνται
σε ένα τριφασικό φυγοκεντρικό διαχωριστήρα (decanter) όπου τα διαφορετικά μέρη (ελαιόλαδο,
απόνερα, ελαιοπυρήνας) διαχωρίζονται με την επίδραση της φυγοκέντρου δυνάμεως.
Το κύριο
μειονέκτημα της μεθόδου είναι οι μεγάλες ποσότητες ύδατος που απαιτούνται και
συνεπώς η παραγωγή σημαντικού όγκου υγρών αποβλήτων, που προκαλούν ρύπανση.
Υπολογίζεται ότι από 1.000 kg
καρπό, παράγονται 500 kg
ελαιοπυρήνα (περιεκτικότητα σε υγρασία 50 %) και 1.200 kg υγρά απόβλητα.
ΔΙΦΑΣΙΚΑ
Πριν μερικά
χρόνια εμφανίστηκε στην αγορά το διφασικό σύστημα αποκαλούμενο και «οικολογικό σύστημα»). Σε
αυτή τη διαδικασία, τα τελικά προϊόντα είναι το ελαιόλαδο και ο ελαιοπυρήνας
στον οποίο ενσωματώνονται τα απόνερα. Το σημαντικότερο πλεονέκτημα του
συστήματος είναι η μειωμένη κατανάλωση νερού και η έλλειψη υγρών αποβλήτων.
Υπολογίζεται
ότι κατά την επεξεργασία 1.000kg
καρπού παράγονται 800 kg περίπου υγρής ελαιοπυρήνας. Σοβαρό όμως μειονέκτημα της μεθόδου είναι ότι
η ελαιοπυρήνα που προκύπτει έχει αυξημένη
υγρασία και είναι δύσκολη στο χειρισμό, στη μεταφορά και την επεξεργασία. Επιπλέον, ξηραίνεται με αργό ρυθμό και έχει
υψηλό ρυπαντικό φορτίο.
Στην Ισπανία και ειδικότερα στις νότιες περιοχές
όπου η παραγωγή προέρχεται αποκλειστικά από μεσαίου και μεγάλου μεγέθους συνεταιρισμούς,
η διφασική μέθοδος εξαγωγής ελαιόλαδου χρησιμοποιείται σε ποσοστό 95%.
Στην Ιταλία χρησιμοποιείται ευρύτατα το
τριφασικό σύστημα.
Στην Ελλάδα η πλειονότητα των ελαιουργείων που λειτουργούν είναι φυγοκεντρικά τριών φάσεων. Την τελευταία πενταετία γίνεται μία προσπάθεια εξάπλωσης των διφασικών,
κυρίως σε περιοχές της νότιας Πελοποννήσου.
Τα απόβλητα
των ελαιουργείων αποτελούν έναν σημαντικό παράγοντα ρύπανσης του περιβάλλοντος.
Πολλοί επιστήμονες, πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα εργάζονται πάνω στην εύρεση
αποδοτικών, και από άποψη κόστους, εναλλακτικών μεθόδων διαχείρισης, έχουν
δοκιμαστεί διάφορες μέθοδοι σε εργαστηριακή και πραγματική κλίμακα όπως: χημικές,
μηχανικές, φυσικές, βιολογικές και θερμικές.
Παρόλα αυτά, μέχρι σήμερα δεν έχει
προταθεί μία ολοκληρωμένη λύση, αλλά έχουν εφαρμοστεί διάφορες τεχνικές κατά
περίπτωση που παρουσιάζουν ορισμένα μειονεκτήματα τεχνικής ή οικονομικής φύσεως
και δεν έχουν επιλύσει ικανοποιητικά το πρόβλημα
Κάποιες από
τις φυσικοχημικές, χημικές, βιολογικές μεθόδους διαχείρισης φαίνεται να είναι
αποδοτικές.
Η ωφέλιμη
χρήση των υγρών αποβλήτων και των τελικών προϊόντων του είναι το ζητούμενο.
Εξετάζεται:
- Η ανακύκλωση του νερού που περιέχουν και χρήση των υπολειμμάτων σαν λίπασμα είτε απευθείας ή μετά από κομποστοποίηση
- σαν ακατέργαστο υλικό για την παραγωγή αντιοξειδωτικών
- σαν καύσιμα είτε με απευθείας καύση είτε μετά την παραγωγή βιοαερίου.
Σήμερα η πλέον
διαδεδομένη μέθοδος είναι η διάθεση του κατσίγαρου σε λίμνες εξάτμισης, σε
λάκκους ή στο έδαφος, μέθοδοι που απαιτούν μεγάλες εκτάσεις για τη διάθεση και
συχνά δημιουργούν αισθητικά προβλήματα εξαιτίας της κακής διαστασιολόγησης και
κατασκευής των συστημάτων αυτών.
Παράλληλα,
σε πιλοτική κλίμακα έχει δοκιμαστεί η παραγωγή υγρού εδαφοβελτιωτικού ή κόμποστ.
Έχουν εφαρμοστεί η χημική οξείδωση
και η αναερόβια χώνευση του
κατσίγαρου, τεχνικές με υψηλό λειτουργικό και κατασκευαστικό κόστος,
αντίστοιχα.
Έχει
δοκιμαστεί επίσης, η συνεπεξεργασία του
κατσίγαρου με αστικά λύματα σε τεχνητούς υγρότοπους ή σε μονάδες ενεργού ιλύος, τεχνική που
προαπαιτεί σημαντική αραίωση του κατσίγαρου.
Τέλος, έχει
δοκιμαστεί ο διαχωρισμός του κατσίγαρου σε κλάσματα με τη βοήθεια φυσικής καθίζησης, τεχνική που απαιτεί
τον συνδυασμό της με κάποια από τις προαναφερθείσες μεθόδους για να δώσει
ικανοποιητικό βαθμό καθαρισμού των αποβλήτων.
Τα
τελευταία χρόνια έχει επιτευχθεί σε εργαστηριακή κλίμακα η ανάκτηση των πολυφαινολών από τον κατσίγαρο με χρήση μεμβρανών,
ώστε να χρησιμοποιηθούν στη βιομηχανία αρωμάτων και φαρμάκων.
Οι επικρατούσες
μέθοδοι σε άλλες χώρες ανταγωνιστικές, ως προς την παραγωγή ελαιολάδου, είναι:
Ιταλία: Διάθεση στο έδαφος για γεωργική
χρήση
Ισπανία: Θερμική - ενεργειακή αξιοποίηση
Τι πρέπει να γίνει:
Α: Με μια διαδικτυακή αναζήτηση θα βρείτε δεκάδες
επιστημονικές ανακοινώσεις σχετικές με το θέμα της διαχείρισης των αποβλήτων
ελαιουργείων.
Δυστυχώς
δεν υπάρχει ένας κοινός τόπος.
Πλήθος
εργαστηριακά και πιλοτικά προγράμματα, αλλά όλα καταλήγουν σε διαφορετικά
συμπεράσματα, όσον αφορά στις βέλτιστες μεθόδους επεξεργασίας και διάθεσης.
Το μεγάλο
αγκάθι είναι το κόστος!!! Είναι πολύ υψηλό, επομένως δύσκολο να αναληφθεί από τις
επιχειρήσεις των ελαιουργείων κάτι βέβαια που θα οδηγούσε σε μετακύλησή του
στους παραγωγούς και καταναλωτές, με επιπτώσεις και στην ανταγωνιστικότητα του
προϊόντος.
Η βέλτιστη
μέθοδος δεν μπορεί να είναι μία, η οποία και θα επιβληθεί για όλη την χώρα. Με
τα σημερινά δεδομένα, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά του
ελαιοκάρπου και της περιοχής.
Η αναζήτηση
βέλτιστης λύσης, από πλευράς κόστους - οφέλους και περιβαλλοντικών επιπτώσεων, θα
πρέπει να γίνει σε κάθε περιοχή χωριστά και το πιθανότερο σενάριο φαίνεται ότι
θα πρέπει να περιλαμβάνει και την λειτουργία κοινής μονάδα τελικής επεξεργασίας
και διάθεσης των παραπροϊόντων.
Η
αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος προέχει για πολλούς λόγους και η πολιτεία
μπορεί να βοηθήσει μέσω των χρηματοδοτικών προγραμμάτων, όχι πλέον με μελέτες
έρευνες, αλλά με την υλοποίησης αντιρρυπαντικών και εφαρμοστικών προγραμμάτων.
Σε αυτόν
τον τομέα θα πρέπει να διατεθεί μέρος των πακέτων του ΕΣΠΑ και όχι σε άχρηστες
μελέτες και αμφιβόλου απόδοσης ¨πράσινα¨ περιβαλλοντικά έργα, όπως είναι οι
¨πράσινες ταράτσες¨, τα κοινόχρηστα ποδήλατα, οι πλακωστρώσεις, κλπ.
Β: Τα ελαιουργεία, όπως όλες οι δραστηριότητες,
λειτουργούν με βάση την περιβαλλοντική αδειοδότηση (ΑΕΠΟ), η οποία περιλαμβάνει
τους ελάχιστους όρους και προϋποθέσεις για την προστασία του περιβάλλοντος. Ας
φροντίσουν αφενός οι ίδιες οι επιχειρήσεις για την τήρησή τους και αφετέρου η
πολιτεία ας εντείνει τους περιβαλλοντικούς ελέγχους με όσες αρμόδιες υπηρεσίες
έχουν απομείνει.
Τέλος, η κινητοποίηση
των κατοίκων αυτών των περιοχών, ασκώντας πίεση στους αρμόδιους φορείς, μπορεί
να βοηθήσει καταλυτικά στην μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τα
απόβλητα των ελαιουργείων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου