Ευτυχές φέτος κλίβαζαν οι ελιές χοντρό
Καρπό γεμάτες
Κι ο νοικοκύρης κοκορεύεται, χύνουν
Οι ελιές στο νου του,
Τα πλήθια ενός του τρίζουν λιοτριβειά,
Τα στάματα τρουλιάζουν,
Κυλάει στις σκάφες το αγουρόλαδο
Κι ο λιόζουμος αχνίζει
Και τα βαθιά λαδογναλακοπούν
Αραδιαστά πιθάρια
Κι ο νοικοκύρης κοκορεύεται, χύνουν
Οι ελιές στο νου του,
Τα πλήθια ενός του τρίζουν λιοτριβειά,
Τα στάματα τρουλιάζουν,
Κυλάει στις σκάφες το αγουρόλαδο
Κι ο λιόζουμος αχνίζει
Και τα βαθιά λαδογναλακοπούν
Αραδιαστά πιθάρια
(Νίκος Καζαντζάκης,
«Οδύσσεια» Δ’ 187-191)
Διαβάστε
πιο κάτω την περιγραφή μιας τυπικής ημέρας λιομαζώματος πριν πολλά χρόνια,
όταν τα κατσούνια και οι ντέμπλες τέτοια εποχή … έπαιρναν φωτιά, έτσι όπως την περιγράφει ο Μπάμπης Δερμιτζάκης στο βιβλίο του "Το
χωριό μου: Από την αυτοκατανάλωση στην αγορά".
¨Το μεγαλύτερο κόστος
στην ελαιοπαραγωγή είναι το λιομάζωμα. Αυτό αρχίζει κατά τα μέσα του Νοεμβρίου
από τις «λιγαρές», τα λιόδεντρα δηλαδή που έχουν λίγες ελιές. Αυτές, σαν λίγες
που είναι, ωριμάζουν γρήγορα και πρέπει να μαζευτούν έγκαιρα πριν πέσουν κάτω.
Οι «φορτωμένες» μπορούν να περιμένουν, μια και οι ελιές τους είναι ακόμη
άγουρες, με το χαρακτηριστικό πράσινο χρώμα.
Μια τυπική μέρα
λιομαζώματος, απ' αυτές που έζησα μικρό παιδί, είναι η παρακάτω.
"Ξεκινάμε πρωί
πρωί με τους γονείς μου για το χωράφι, έχοντας το γάιδαρο φορτωμένο με τις
"ανάπλες" και τα "πανιά", δηλαδή άσπρα σεντόνια, το σκαμνί
,αν πηγαίνουμε για πρώτη φορά σ' αυτό το χωράφι, κάμποσους "φάρδους", σακιά δηλαδή, τις "κατσούνες" (τα ραβδιά με το
γαντζωτό άκρο με τα οποία ραβδίζουμε τις ελιές),το φαγητό και τα πιατικά με τα
μαχαιροπήρουνα σε μια τσάντα, το λαΐνι γεμάτο νερό, και ίσως ένα παγούρι κρασί.
Φτάνουμε στο χωράφι, ξεφορτώνουμε
και δένουμε το γάιδαρο σε μιαν άκρη να τρώει, αφού του βγάλουμε το σωμάρι. Είναι
δεμένος με αλυσίδα, στην άκρη της οποίας είναι το "τζένιο", ένα
χοντρό ....
μεταλλικό παλούκι, καρφωμένο στο χώμα.
Στη συνέχεια
στρώνουμε τις ανάπλες κάτω από ένα δέντρο. Ο πατέρας μου σκαρφαλώνει πάνω στο
δέντρο, και η μητέρα μου ανεβαίνει πάνω στο σκαμνί, ένα τρίποδο. Εγώ θα ραβδίσω
από χάμω, τα χαμηλά κλαδιά. Εύκολη δουλειά για μένα. Και όμως θέλει τέχνη! Ο
πατέρας μου όταν κατέβει από το δέντρο θα μου βάλει τις φωνές, γιατί, καθώς
χτυπάω κατάμουτρα τα κλαδιά, σπάζουν ένα σωρό "μάτια", τρυφερά
ακρόκλαδα που "του χρόνου" θα ήταν γεμάτα ελιές. Η τέχνη είναι με το
αριστερό χέρι να αναμερίζεις τα κλαδιά και να χτυπάς με το δεξί στο πλάι, σαν
να χτενίζεις.
Με το ελαφρύ κλάδεμα
που έχει κάνει ο πατέρας μου, το δέντρο είναι πυκνό, κάποιο κλαδί δεν το
φτάνει, και θα χρησιμοποιήσει το γάντζο της κατσούνας για να το τραβήξει κοντά
του, θα το συγκρατήσει με το αριστερό χέρι και θα το ραβδίσει. Όμως και
πάλι κάποια κλαδιά δεν τα φτάνει, ούτε αυτός ούτε η μητέρα μου από το σκαμνί. Τότε
θα κατέβει η μητέρα μου και θα πιάσει την τέμπλα, ένα πολύ μακρύ ραβδί, χωρίς
γάντζο, που συνήθως φτάνει και το πιο ψηλό κλαδί και θα το ραβδίσει. Ήμουν πολύ
μικρός όταν την εγκαταλείψαμε την τέμπλα. Στο εξής, όποιο κλαδί δεν φτάνεται, κόβεται
με το μπαλταδάκι. Αργότερα κόβεται όχι μόνο αυτό που δεν φτάνεται αλλά και αυτό
που στο κλάδεμα θα κοβόταν έτσι κι αλλιώς. Μ' αυτόν τον τρόπο ένα μέρος του
κλαδέματος γίνεται ήδη κατά το λιομάζωμα. Τα κομμένα κλαδιά τα ραβδίζω συνήθως
εγώ από χάμω, πράγμα που είναι πανεύκολο, και μπορώ εδώ να σπάζω όσα μάτια
θέλω.
Στις 12 η ώρα..... κάνουμε
κι εμείς διάλειμμα για το μεσημεριανό μας φαγητό. Το φαγητό το έχει μαγειρέψει η
μητέρα μου το πρωί. Συνήθως είναι κάτι κοκκινιστό, της κατσαρόλας ή όσπρια. Παίρνουμε
μαζί μας επίσης σαρδέλες και "φρίσες" (ρέγγες), που τις ψήνουμε
ανάβοντας μια αχιμάδα (θυμάρι). Ύστερα βέβαια πίνουμε συνέχεια νερό και τρώμε
μανταρίνια, για να μας φύγει η δίψα. Μετά το φαγητό συνεχίζουμε τη δουλειά. Αν
μας πιάσει βροχή, ρίχνουμε μια ανάπλα πάνω στο σκαμνί και μπαίνουμε από κάτω. Τα
φύλλα της ελιάς είναι πολύ αραιά για να μας προφυλάξουν. Έχουμε και την
ομπρέλα. Αν πέσει αρκετή βροχή είναι αδύνατο να συνεχίσουμε, γιατί κάνουμε
ζημιά στα "μουρέλα" αν τα ραβδίσουμε βρεγμένα. Αν όμως φυσάει λίγο
αεράκι, μπορούμε να ελπίσουμε πως θα στεγνώσουν σύντομα, για να συνεχίσουμε, εφόσον
βέβαια σταματήσει η βροχή.
Καθώς δεν έχουμε ρολόι υπολογίζουμε με τον ήλιο πότε πρέπει να "σκολάσουμε", για να μη νυχτωθούμε στο δρόμο. Κάποτε ρισκάρουμε λίγο, προκειμένου να "ποραβδίσουμε" ένα μουρέλο, να τελειώσουμε δηλαδή το ράβδισμά του, ή να τελειώσουμε το λίχνισμα.
Καθώς δεν έχουμε ρολόι υπολογίζουμε με τον ήλιο πότε πρέπει να "σκολάσουμε", για να μη νυχτωθούμε στο δρόμο. Κάποτε ρισκάρουμε λίγο, προκειμένου να "ποραβδίσουμε" ένα μουρέλο, να τελειώσουμε δηλαδή το ράβδισμά του, ή να τελειώσουμε το λίχνισμα.
Όταν τελειώσουμε τη
μια πλευρά ενός μουρέλου, εγώ και η μητέρα μου γυρίζουμε τα πανιά, δηλαδή τα
μαζεύουμε από τη ραβδισμένη πλευρά και τα στρώνουμε σε μια αράβδιστη. Ποτέ δεν
έχουμε αρκετά πανιά για να στρώσουμε ολόκληρο το μουρέλο. Δεν είναι μόνο το
κόστος, είναι και το βάρος για τον γάιδαρο. Οι ελιές καθώς μαζεύουμε το ένα
πανί, χύνονται στο διπλανό, συνήθως σ' ένα απ' αυτά που είναι στη ρίζα. Σ' αυτό
συγκεντρώνουμε τις ελιές και από τα υπόλοιπα πανιά όταν τελειώσουμε το
ράβδισμα. Κατά το σάκιασμα φροντίζουμε να βγάλουμε τα μάτια, πράγμα που θα μας
διευκολύνει στο λίχνισμα. Αυτό είναι το "ξεφύλλισμα".
Τα σακιά τα γεμίζουμε
μέχρι τη μέση, για να τα μεταφέρουμε πιο εύκολα στον τόπο του λυχνίσματος. Όταν
είναι άδεια τα χρησιμοποιούμε και στο στρώσιμο, εκεί που ενώνονται τα πανιά με
τη ρίζα, και που όλο και κάποιο κενό θα άφηναν ή για να σκεπάσουμε κάποιες
"κουφάλες" του κορμού, μην πέσουνε μέσα ελιές και τις χάσουμε. Ενώ ο
πατέρας μου σακιάζει, εγώ με τη μητέρα μου μαζεύουμε τις ελιές που έχουν πέσει
κατά το ράβδισμα έξω από τα πανιά, κάτω στο έδαφος.
Για να είναι καλό το λύχνισμα, το μέρος όπου γίνεται πρέπει να είναι ξάγναντο, ώστε να φυσά αέρας και να βρίσκεται κοντά στο δρόμο.
Για να είναι καλό το λύχνισμα, το μέρος όπου γίνεται πρέπει να είναι ξάγναντο, ώστε να φυσά αέρας και να βρίσκεται κοντά στο δρόμο.
Αφού συγκεντρώσουμε
εκεί τα σακιά, απλώνουμε κάτω μιαν ανάπλα ή ένα πανί, και τις ρίχνουμε με έναν
κουβά λίγες λίγες από ψηλά. Ο αέρας που φυσά παρασύρει τα φύλλα, ενώ οι ελιές, σαν
πιο βαριές, πέφτουν ακριβώς από κάτω. Αν ο αέρας δεν φυσάει δυνατά, πράγμα που
συμβαίνει συχνά, ανεβαίνουμε πάνω σε ένα σκαμνί. Αν δεν φυσάει καθόλου, τότε
αναγκαστικά θα περιμένουμε μια άλλη μέρα, μέχρι να φυσήξει ούριος άνεμος. Παλιότερα
έκαναν και τον λεγόμενο "ποταμό", που εγώ δεν τον πρόφτασα. Προφανώς
εγκαταλείφθηκε γιατί ήταν κουραστικός. Έστρωναν μια σειρά πανιά. Από την μιαν
άκρη πετούσαν τις ελιές στην άλλη. Τα φύλλα σαν πιο ελαφρά, δεν έφταναν ούτε
στη μέση. Έτσι ξεχώριζαν τις ελιές από τα φύλλα.
Ενόσω οι γονείς μου
θα λιχνίζουν τις ελιές, εγώ θα κοπανίζω με την κατσούνα πάνω σε ένα πανί τα
μάτια. Οι ελιές θα κατακάτσουν και εγώ θα παραμερίσω με προσοχή από πάνω τους
τα μάτια, που δεν θα περιέχουν πια παρά ελάχιστες ελιές. Στη συνέχεια θα τα
βάλω σε ένα σακί, για να τα κουβαλήσουμε σπίτι να τα δώσουμε στην κατσίκα μας. Αποφεύγουμε
να την φέρνουμε μαζί μας γιατί είναι φασαρία και ο καιρός είναι συνήθως κρύος. Τα
υπόλοιπα μάτια θα τα δώσω του γαϊδάρου. Μετά θα βάλω τις ελιές που μάζεψα από
τα μάτια σε ένα κουβά να τις δώσω στον πατέρα μου να τις λυχνίσει.
Αφού τελειώσει το
λύχνισμα, ο πατέρας μου θα σακιάσει τις ελιές, με τα σακιά γεμάτα μέχρι πάνω. Δυο
σακιά θα τα πάρουμε μαζί μας φεύγοντας από το χωράφι. Φέρνουμε τον γάιδαρο για
να τον φορτώσουμε. Του ρίχνουμε λίγα μάτια μπροστά του, ώστε να είναι
απασχολημένος με το φαΐ και να μην κινείται, και αρχίζουμε το φόρτωμα. Πιάνουμε
το ένα σακί από τη μια μεριά εγώ και από την άλλη ο πατέρας μου και το
φορτώνουμε..... Ξεκινάμε για το χωριό. Αν το ένα σακί έχει πιο λίγες ελιές, ο
πατέρας μου θα κρεμάσει στη μεριά του το λαΐνι και την τσάντα με τα πιατικά για
να ισορροπήσει το σωμάρι. Στο χωράφι θα αφήσουμε το σκαμνί, τα πανιά και τις
κατσούνες. Το σκαμνί θα το ρίξουμε κάτω και τις κατσούνες θα τις κρεμάσουμε
ανάμεσα στα κλαδιά ενός λιόδεντρου για να μη φαίνονται και μας τις κλέψουν.....
Στο χωριό θα φτάσουμε
το σούρουπο αν όχι τη νύχτα. Μια μακριά σειρά από γαϊδουράκια περπατάνε κατά
μήκος του αμαξητού, προς το χωριό, συρρέοντας από όλους τους χωματόδρομους. Λίγο
πριν τη μεσοχωριά εγώ με τη μητέρα μου στρίβουμε αριστερά, στο μονοπάτι προς τα
περιβόλια για το σπίτι μας. Ο πατέρας μου θα συνεχίσει προς την άλλη άκρη του
χωριού όπου βρίσκεται το εργοστάσιο (ελαιοτριβείο)...
Όταν γυρίσει ο
πατέρας μου από το εργοστάσιο, θα ποτίσει το γάιδαρο και θα του βάλει να φάει
άχυρα ή μάτια στη "ματζαντούρα" του, ανακατεμένα με κοπανισμένα ή
κομματιασμένα χαρούπια, για να είναι πιο νόστιμα και το φαγητό πιο δυναμωτικό. Εν
τω μεταξύ η μητέρα μου θα φτιάχνει το βραδινό φαγητό, αν δεν έχει περισσέψει
μεσημεριανό. Εγώ θα περιμένω καθισμένος δίπλα στο τζάκι, με τη γάτα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου