Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

Ζουράρι το ανάγνωσμα

ή πώς να βρίζετε σαν τον Ζουράρι.
(αυστηρώς ακατάλληλο)

Μετά την τελευταία τοποθέτηση του κου Ζουράρι στο Κοινοβούλιο για τις αποζημιώσεις, πως η Μέρκελ και ο Σόιμπλε, ¨μας έχουν πρήξει τα... μέζεα  του στεατοπυγικού μας υποσυστήματος " κοινώς τα @ρχίδι@, θεωρούμε αναγκαίο για την παρακολούθηση των επόμενων επεισοδίων, την ταχεία εκμάθηση αρχαίας βωμολοχίας.

Και οι Αρχαίοι Έλληνες έβριζαν!!!
Και έβριζαν με ιδιαίτερη λεξιπλαστική ικανότητα.
Τα πολυάριθμα «βρωμόλογα» των αρχαίων Ελλήνων υποδεικνύουν ότι οι πρόγονοί μας χυδαιολογούσαν συχνότατα και αισχρότατα, ακριβώς όπως κι εμείς. Και γιατί όχι; Στο κάτω κάτω δεν υπάρχουν κακά λόγια, αλλά μονάχα κακοί άνθρωποι.

Μια μικρή ...
γεύση από αρχαίες βρισιές.

ΑΒΡΟΒΑΤΗΣ: θηλυπρεπής άνδρας με γυναικείο βάδισμα, κουνιστός [αβροβάτης =αβρός(τρυφερός) + βαίνω (προχωρώ, εισέρχομαι)]
ΑΒΡΟΒΟΣΤΡΥΧΟΣ: θηλυπρεπής άνδρας με γυναικείες κοτσίδες [ αβροβόστρυχος =αβρός(τρυφερός) + βόστρυχος (κοτσίδα)]
ΑΜΒΩΝ: χείλη αιδοίου [ άμβων = ανά + βαίνω]
ΑΝΑΣΕΙΣΙΦΑΛΛΟΣ: φιλήδονη γυναίκα που πιάνει και κουνάει το φαλλό [
ανασεισίφαλλος = ανασείω + φαλλός]
ΑΠΟΨΥΓΜΑ: σκατό [απόψυγμα = αποψύχω (βγάζω κάτι έξω και το αφήνω να κρυώσει]
ΑΡΟΤΟΣ: γ@μι--[ άροτος = όργωμα]
ΒΔΕΩπέρδομαι [βδέω = βρωμάω]
ΒΛΗΧΩ: μικρό αιδοίο [ βληχώ = βληχή (βέλασμα, αρνάκι μαλλιαρό)]
ΒΟΥΒΟΝΙΩ: είμαι σε οργασμό [ βουβονιώ = βόμβων (πρήξιμο, φούσκωμα)]
ΓΛΩΤΤΟΔΕΨΕΩ: κάνω μαλάξεις με τη γλώσσα, γλείφω αιδοία [γλωττοδεψέω =γλώττα + δεψέω (κάνω μαλάξεις)]
ΓΟΓΓΥΛΗ: βυζί [γογγύλη = ολοστρόγγυλη]
ΓΥΝΑΙΚΟΠΙΠΗΣ: μπανιστιρτζής [ γυναικοπίπης = γυναίκα + οπιπτεύω]
ΔΕΛΦΥΣ: γυναικείο αιδοίο [ δελφύς = βολβός (αγριοκρεμμύδα)]
ΔΙΔΥΜΟΣ: αρχίδι [ δίδυμος = δις + δύο]
ΔΡΟΜΑΣ: πόρνη του δρόμου [δρομάς = δρόμος]
ΕΔΡΟΣΤΡΟΦΟΣ: κίναιδος που κουνάει τον κώλο του [εδρόστροφος = έδρα +
στρέφω]
ΕΣΧΑΡΑ: γυναικείο αιδοίο [εσχάρα = από το ρήμα ίσχω (εμποδίζω)]
ΕΥΠΥΓΟΣ: γυναίκα με ωραίο κώλο [εύπυγος = ευ + πυγή ]
ΚΑΣΣΩΡΙΣ: πόρνη [κασσωρίς = από το κάσις (αδελφός, εταίρος)]
ΚΙΝΟΥΡΗΣ: αυτός που περπατά επιδεικνύοντας το πέος του [κίνουρης = κινέω+ ουρά]
ΚΥΝΤΕΡΟΣ: αναίσχυντος, θρασύς [κύντερος = από το κύων]
ΚΥΩΝ: πέος [ κύων = από το ρήμα κύω (γεννώ)]
ΛΕΧΡΙΟΣ: [λέχριος (λεχρίτης)]
ΛΥΔΙΑ: η πόρνη στην ρωμαϊκή εποχή, επειδή συνήθως ήταν από την ομώνυμη περιοχή της Μικρασίας οι πόρνες πολυτελείας.
ΛΟΧΜΗ: το τριχωτό αιδοίο [λόχμη (θάμνος)]
ΜΑΝΙΟΚΗΠΟΣ: γυναίκα που θέλει διαρκώς να γ@--- [ μανιόκηπος = μανία +κήπος (μουνί)]
ΜΥΖΟΥΡΙΣ: γυναίκα που βυζαίνει το πέος, [μύζουρις = μυζάω + ουρά (πέος)]
ΜΥΡΡΙΝΟΝ: η τριχωτή περιοχή του αιδοίου [μυρρίνον = από το μύρρα (μυρτιά)]
ΠΕΡΙΒΑΣΩ: η γυναίκα που καβαλάει ερωτικά άνδρες[περιβασώ = περί + βαίνω]
ΠΗΘΙΚΑΛΩΠΗΞ: άνθρωπος πανούργος [πιθηκαλώπηξ = πίθηκος = αλώπηξ]
ΠΟΣΘΩΝ: άνδρας με μεγάλο πέος [ πόσθων = από το πόσθη(πέος)]
ΠΥΓΙΣΤΗΣ: κωλομπαράς [πυγιστής = από την πυγή]
ΡΩΠΟΠΕΡΠΕΡΗΘΡΑΣ: άνδρας που εκτομίζει ακατάπαυστα βλακείες
[ρωποπερπερήθρας =(φτηνόπραγμα) + πέρπερος (φλυαρία)]
ΣΠΟΔΗΡΙΛΑΥΡΑ: αυτός που τρώει κόπρανα [σποδή (καταβροχθίζω) + λαύρα (απόπατος)]
ΧΑΛΚΙΔΙΤΙΣ: η πολύ φτηνή πόρνη, αυτή που εκδίδεται για ένα χάλκινο νόμισμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου