Οι
τρανές, κατά παρήχηση της Τυρινής ή Τυροφάγου Κυριακής. Για την προέλευση των
Απόκρεω έχει χυθεί πολύ μελάνι στο παρελθόν. Ιδιαίτερα περί τα τέλη του 19ου
αιώνα, όταν αρχίζουν οι εκδηλώσεις να παίρνουν τη μορφή καρνάβαλου στην Αθήνα
κι αργότερα σ΄ άλλα αστικά κέντρα.
Απαυδισμένος
από τα πιθανά και απίθανα που γράφονταν τότε, κάποιος λόγιος δεν αντέχει κι
αναφωνεί: «Αποκριά είναι η γιορτή, που η αρχή της χρονολογείται από τη γέννηση
της τρέλας... Η τρέλα, πάλι, είναι αχρονολόγητος...». Μια από τις τελευταίες
«τρέλες» στον χώρο της παρα-λαογραφίας θέλει το Καρναβάλι να είναι ένα
καθαρόαιμο αρχαιοελληνικό έθιμο. Κάθε χρόνο, οι σχετικές «θεωρίες»
αναπαράγονται και βρίσκουν φιλόξενη στέγη, ιδίως στο Διαδίκτυο.
Ιδού
μερικές ευφάνταστες, όσο και τ' αποκριάτικα ξεφαντώματα:
•
Το Καρναβάλι προέρχεται από τ' αρχαία Κάρνεια (λατρευτικές εκδηλώσεις για τον
Απόλλωνα) και το ρήμα βαλλίζω (χοροπηδώ). Μόνο που οι γιορτές εκείνες δεν ήταν
ετήσιες (γίνονταν κάθε 4 χρόνια), δεν είχαν σχέση με τη διαδοχή των εποχών
(χειμώνας-άνοιξη) και όλοι συμφωνούν ότι διαρκούσαν εννιά μέρες από τα τέλη του
Αυγούστου.
•
Η λέξη παραπέμπει στον πηδηχτό χορό των Σατύρων, που είναι μεταμφιεσμένοι ως
τράγοι. Ετσι, Καρναβάλι σημαίνει βαλλισμός των κάρνων. Κάρνος κατά τον
λεξικογράφο Ησύχιο είναι φθειρ (ψείρα), βόσκημα, πρόβατο. Ετσι, οι τράγοι, που
είναι τα βοσκήματα, βαλλίζουν, δηλαδή χοροπηδούν. Οι «οπαδοί» της συγκεκριμένης
δεν μπαίνουν στον κόπο να πουν πώς είναι δυνατόν μια σπανιότατη λέξη (κάρνος)
να έγινε «παγκόσμια», χωρίς να υπάρχει αντίστοιχη στην ελληνική γλώσσα...
•
Ο όρος προέρχεται από το λατινικό carrus navalis (ναυτικό αμαξάκι) και
παραπέμπει σ' αρχαίες διονυσιακές τελετές. Επειδή ο Διόνυσος μεταφερόταν με
τροχοφόρο πλοιάριο στ' Ανθεστήρια (δρώμενα και γιορτές στην αρχαία Αθήνα για
την εναλλαγή χειμώνα και άνοιξης). Παλιότερα η «ιδέα» αυτή ήταν ...
αρκετά
δημοφιλής κι ακόμη αρκετοί επιμένουν σ' αυτή βασισμένοι στην προφανή αναγωγή
της Αποκριάς σε αρχαίες τελετές. Λαογράφοι κι άλλοι μελετητές την απορρίπτουν.
Καταγράφονται
κι άλλες ετυμολογίες, τόσο πιθανές, όσο και η... μπριζόλα να προέρχεται από τη
σύμπτυξη της φράσης «εν πυρί πυρί ιζάνει» ή ο χαλβάς από «χαλαρώς βαίνειν»,
όπως έγραφε σκωπτικά ο Ι. Κονδυλάκης τις Αποκριές του 1916. «Η ετυμολογία αυτού
του είδους» έγραφε, «έχει γίνει παράδοσις, η οποία επιτρέπει πάσαν εγχείρησιν
και παραμόρφωσιν δια να φθάση κανείς εις ελληνικούς τίτλους καταγωγής». Εχουν
το γούστο τους οι ερμηνείες αυτές κι μερικές άλλες, αλλά δεν αντέχουν στην
κριτική?
Αποχαιρετισμός στο
κρέας
Από
τότε που ελληνική λαογραφία ενηλικιώθηκε είναι παραδεκτό ότι συμπίπτουν
σημασιολογικά η νεοελληνική Αποκριά με το μεσαιωνικό Καρναβάλι. Ο Ν.
Σαραντάκος, ειδικός στα λεξιλογικά, συνοψίζει: «Το Καρναβάλι είναι δάνειο από
την ιταλική λέξη carnevale, η οποία ανάγεται στο υστερολατινικό carnem (το
κρέας) levare (σηκώνω, αφαιρώ)· από εκεί έχουμε από τον 13ο αιώνα και μετά το
παλαιό πιζάνικο carnelevare, το παλαιό βενετσάνικο carlevar, οπότε είναι λογικό
να υποθέσουμε ότι έγινε αφομοίωση και φτάσαμε σε έναν (αμάρτυρο) τύπο
carnelevale και μετά carnevale.
Από
τα ιταλικά η λέξη διεθνοποιήθηκε και πέρασε σε πολλές ακόμα ευρωπαϊκές γλώσσες
μεταξύ των οποίων και στα ελληνικά. Δηλαδή, το Καρναβάλι, που μας μπάζει στη
Σαρακοστή, είναι ο αποχαιρετισμός στο κρέας. Ανάλογη άλλωστε είναι και η
ελληνική ονομασία: από-κρεω...».
Η
ετυμολογία αυτή είναι κοινά αποδεκτή. Οπως, βεβαίως, προς άρση τυχόν
παρανοήσεων, είναι προφανές ότι οι αποκριάτικές εκδηλώσεις και τα Καρναβάλια
«γεννήθηκαν» τόσο από αρχαίες, όσο και μεσαιωνικές τελετές και δοξασίες. Στη
γλώσσα μας το «Καρναβάλι» εμφανίζεται περί τα μέσα του 19ου αιώνα. Μέχρι τότε
υπάρχει μόνο «η Απόκρεως».
Σύμφωνα
με τον πρωτοπόρο Νεοέλληνα «μεσαιωνολόγο» Κ. Σάθα τ' όνομα Απόκρεως συναντάται
για πρώτη φορά στα χρόνια του Ιουστινιανού (6ος αιώνας). Δηλώνονταν μ' αυτό οι
τελευταίες μέρες πριν από τη Σαρακοστή προς το Πάσχα. Ο χρονογράφος Θεοφάνης
μιλά για την προ της νηστείας του Πάσχα Αποκρεώσιμο.
Δυο
αιώνες αργότερα -στην περίοδο των εικονομάχων βασιλέων- η λέξη εκφράζει
βακχικές-διονυσιακές γιορτές. Την εποχή των Παλαιολόγων είναι συνυφασμένη και
με το θέατρο.
Αναφορές από τον 8ο
αιώνα
Ο
Φαίδων Κουκουλές, που πρώτος ασχολήθηκε συστηματικά με τα λαϊκά θεάματα και τις
διασκεδάσεις στο Βυζάντιο, αναφέρει ότι υπαινιγμούς για διασκεδάσεις, τραγούδια
και παιχνίδια στις Απόκριες βρίσκουμε από τον 8ο αιώνα. Ετσι, στους
κατηχητικούς λόγους του Θεόδωρου Στουδίτη διαβάζουμε ότι την «ημέραν ταύτην
άδουσιν άσματα δαιμονικά, ήγουν τραγούδια και παίζουν ωσάν μικρά παιδιά».
Ξεφαντώματα σε καιρούς
ανέχειας
Τα
παραδοσιακά αποκριάτικα-καρναβαλικά έθιμα έρχονται από πολύ μακριά. Οσο οι
γιορτές για την άνοιξη της φύσης. Ο λαός μας μπορούσε να γλεντά τον ερχομό της
νέας ζωής ακόμα και στις μεγάλες φτώχειες. Κανόνας, άλλωστε, για τους πολλούς:
«Αποκριές τις λέγαν/ και ξερό ψωμί ετρώγαν...» σύμφωνα με λαϊκό αποκριάτικο
άσμα.
Οπως
παλιότερα διαλαλούσαν οι τελάληδες σε πόλεις και χωριά με τύμπανα ή κουδούνια:
«Προφωνούμαι
σοι, πτωχέ,
το
σακκίν σου πώλησον
και
την εορτήν σου διαβίβασον...»
Βυζαντινό
το τετράστιχο, και, για όσους δεν το κατάλαβαν υπάρχει και η νεοελληνική εκδοχή
του μέχρι να εκλείψει η ανάγκη του τελάλη:
«Προφωνούσιμη
βδομάδα
προφωνέσου
νοικοκύρη,
κι
αν δεν έχει το πουγγί σου,
πάρε
πούλα το βρακί σου...»
(«προφωνούσιμη»
= προαναγγελτική της αποκριάτικης περιόδου, από το προφωνώ = διαλαλώ).
Επομένως,
ακόμη και σε καιρούς μεγάλων κρίσεων (οικονομικών και εθνικών) υπάρχουν
εξηγήσεις για τ' αποκριάτικα ξεφαντώματα. Ιδιαίτερα, μάλιστα τότε, αν δεχθούμε
ότι γενικώς η Αποκριά είναι και «πόθος φυγής» από τη σκληρή πραγματικότητα,
όπως εύστοχα έχει επισημάνει ο συγγραφέας Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, όταν
κατηγορούσαν τις αποκριάτικες ακρότητες και υπερβολές. Στα καρναβαλικά δρώμενα,
σύμφωνα με τον κλασικό θεωρητικό των λαϊκών δρώμενων Μ. Μπαχτίν, «βρίσκουν
διέξοδο η συσσωρευμένη αρνητική ενέργεια και οι καταπιεσμένες ανεκπλήρωτες
σωματικές επιθυμίες».
Ο κόσμος υποφέρει, αλλά
γλεντά
Οπως
πριν από έναν ακριβώς αιώνα το 1916 (τελευταία εβδομάδα της Αποκριάς, 15-21
Φεβρουαρίου). Οταν ο πόλεμος μαινόταν στα ευρωπαϊκά μέτωπα, η Μακεδονία
βρισκόταν υπό κατοχή, η Αθήνα του βασιλιά και των αντιβενιζελικών πεινούσε,
υπήρχε δελτίο σε τρόφιμα, ενώ έλειπαν στάρι, κάρβουνο για το φωταέριο και άλλα
είδη πρώτης ανάγκης.
«Ο
κόσμος γλεντά, αλλά και ο κόσμος υποφέρει, έγραφε σε άρθρο του το νεαρό
«Εθνος». Τινάζονται εις τον αέρα με κρότον τρελλόν τα βουλώματα της σαμπάνιας,
αλλά τινάζονται επάνω εις το στρώμα και κορμιά ανθρώπων... δια τα οποία δεν
ευρέθη βοήθεια, ένα καλαμάκι που στηρίζει την τριανταφυλλιάν και την σώζει από
την μανία της καταιγίδος...»
Σχολιάζοντας
τις αποκριάτικες νύχτες σημείωνε: «Το περίεργον είναι ότι η ημέρα που
διαδέχεται την νύχτα του γλεντιού... μέμφεται τους Αθηναίους, που εννοούν να
αποδώσουν φόρον λατρείας εις τον θεόν Καρνάβαλον, ενώ ο μισός κόσμος ματώνει
και πονεί, ο δε άλλος μισός κλαίει και υποφέρει...» Δυο δημοσιεύματα αμέσως
μετά την Τσικνοπέμπτη (11 Φεβρουαρίου) είναι πολύ χαρακτηριστικά στον
συσχετισμό τους:
•
«Τρέλλα, θόρυβος, πήδοι, χοροί, τρεχάλες, ιαχαί, κραυγαί, γέλωτες, σκουξίματα,
θρηνωδίαι, κιθάρες, ουρλιαχτά, α-ού-α, κακαρίσματα, κρωγμοί, ωρυγαί (από το
ωρύομαι), γέλια στριγγλικά... γέλια παγωμένα... πανδαιμόνιον, παραφροσύνη,
μέθη! Και που να έλθη η Κυριακή...»
•
«Οι γυναίκες των επιστράτων (επικρατούσε καθεστώς επιστράτευσης) σύρουσαι την
αθλιότητά των εις τους δρόμους της πρωτευούσης, παρουσίαζαν φοβεράν εικόνα της
συμφοράς του λαού. Ικέτευαν και έκλαιον (έξω από το υπουργείο Εσωτερικών)
...Ψωμί! Ψωμί! Πεινούμε! Είμαστε νηστικές!»
Κι
άλλα παρόμοια θα μπορούσαν να παρατεθούν. Ενας ανταποκριτής μεγάλης ευρωπαϊκής
εφημερίδας έλεγε για το φαινόμενο αυτό: «Ηκουσα ότι είναι πολλή φτώχεια. Τι
διάβολο; Πού είναι η φτώχεια; Γιατί αυτοί που γλεντούν δεν είναι βέβαια
πλούσιοι». Μπορεί, παρατηρούσε σχετικά συντάκτης του «Εθνους», να πει κάποιος
ότι τ' αποκριάτικα γλέντια «παρουσιάζουν κάποιαν παθολογικήν μορφήν, αλλά και
τούτο είναι σύμφωνον με την γενικήν κατάστασιν..»
Γλεντάτε,
γλεντάτε, προέτρεπε...
Με την κραυγή «Α-ου-α»
και τις «φούσκες»
•
Μόδα των ημερών η κραυγή Α-ου-α. Στα καθωσπρέπει κέντρα αναρτήθηκαν ακόμη και
επιγραφές ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΝΤΑΙ ΑΙ ΚΡΑΥΓΑΙ. Ακούγεται παντού κι αναζητείται πώς
καθιερώθηκε και κυριάρχησε. Σύμφωνα με την κρατούσα εξήγηση πρόκειται για μίμηση
κόρνας ενός από τα λίγα αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν τότε...
•
Αλλά στην ημερήσια διάταξη βρίσκεται και η ΠΡΟΓΚΑ (από το προγκίζω). «Πάσα
εμφάνισις μετημφιεσμένου τολμηρά, κατεδιώκεται από σμήνη (παιδιών και νεαρών)
και υπήρξαν ζεύγη μασκαράδων τα οποία δια να γλυτώσουν ετρύπωσαν εις σπίτια».
Τα επιχειρήματα.
•
Οργανωμένο Καρναβάλι στο κέντρο της Αθήνας δεν έγινε, παρά τα σχεδιαζόμενα.
Παρ' όλα αυτά υπήρξαν μεμονωμένες «παρελάσεις».
•
Μείζον θέμα προέκυψε με τις διοργανώσεις των επίσημων παραδοσιακών χορών.
Επρεπε ή όχι να γίνονται τις δραματικές στιγμές για τη χώρα και τον λαό; Ηταν
«κατάπτωσις» και «ανευλάβεια»; Ο μεγάλος πάντως ετήσιος χορός στο Δημοτικό
Θέατρο της Αθήνας πραγματοποιήθηκε. Με κυριότερο επιχείρημα ότι οι εισπράξεις
θα διατεθούν υπέρ των φτωχών...
•
Μάστιγα οι αποκριάτικες «φούσκες» (του συρμού ήταν οι βοδινές). Τόσο, ώστε
απαγορεύτηκαν με αστυνομική διάταξη. Μερικοί μασκαράδες για... ασπίδα είχαν
μαζί τους μαγκούρες.
•
Δεν έλειπαν βεβαίως και οι ιερεμιάδες για τα ξεφαντώματα. Ο κόσμος μπορεί να
γλεντάει, έγραφε ο αρθρογράφος του «Εθνους» στο ίδιο θέμα που ασχολούνταν με το
ευρωπαϊκό μακελειό στο Βερντέν: «Ετσι είναι πλασμένος. Μπορεί και να τραγουδήση
δίπλα από το φέρετρο του πατρός του, χωρίς να έπεται εξ αυτού ότι δεν
αισθάνεται οδύνην... Αλλως δεν θα εζούσαν οι άνθρωποι, παρά δια να θρηνούν
συμφοράς»...
Τ.
Κατσιμάρδος
katsimar@yahoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου